ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΣΙΚΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ

Ο βασικός μεταβολισμός ή μεταβολισμός ηρεμίας (Basal Metabolic Rate, BMR) αντιπροσωπεύει την ενέργεια που δαπανάται για τις βασικές λειτουργικές ανάγκες του οργανισμού κατά τον ύπνο και την ανάπαυση (π.χ. μεταφορά οξυγόνου στους ιστούς, θερμορρύθμιση κ.λπ.). Η ενέργεια αυτή αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής ημερήσιας ενεργειακής δαπάνης για τους περισσότερους ανθρώπους, με εξαίρεση τα άτομα με πολύ έντονη φυσική δραστηριότητα, όπως  οι αθλητές. . Ο κύριος λόγος για τον οποίο γίνεται η μέτρηση του μεταβολισμού είναι ο σχεδιασμός ενός εξατομικευμένου προγράμματος ελέγχου του βάρους με βάση τα ευρήματα που αφορούν στον οργανισμό του εκάστοτε εξεταζόμενου.

Είναι μοναδικός για τον κάθε άνθρωπο, και χρησιμοποιείται για τον σχεδιασμό ενός εξειδικευμένου προγράμματος διατροφής και άσκησης βασισμένο στις πραγματικές θερμιδικές ανάγκες του εξεταζόμενου.

Μέθοδος έμμεσης θερμιδομετρίας

Ακριβής μέτρηση των ενεργειακών δαπανών ηρεμίας

H μέθοδος στην οποία βασίζεται η μέτρηση ονομάζεται έμμεση θερμιδομετρία και στηρίζεται στο γεγονός ότι κατά την οξείδωση της τροφής χρησιμοποιείται οξυγόνο (O2) και παράγεται διοξείδιο του άνθρακα (CO2), αναλογικά με την παραγωγή θερμότητας. Θεωρητικά, για κάθε λίτρο οξυγόνου που  χρησιμοποιεί ο οργανισμός, παράγονται περίπου 5 θερμίδες (ενεργειακό ισοδύναμο οξυγόνου).

Η μέτρηση της ανταλλαγής αερίων με την έμμεση θερμιδομετρία επιτρέπει και  τον υπολογισμό του αναπνευστικού πηλίκου (ΑΠ = εκπνεόμενο CO2 /  εισπνεόμενο Ο2), το οποίο αντανακλά την ποσοστιαία σύσταση του μείγματος ενεργειακών υποστρωμάτων. Τα εν λόγω υποστρώματα οξειδώνονται και παρέχουν ενέργεια, καθώς τα διάφορα μακροθρεπτικά συστατικά απαιτούν διαφορετική ποσότητα οξυγόνου προκειμένου να μεταβολιστούν προς διοξείδιο του άνθρακα.

Λόγω των προαναφερθέντων παραγόντων, οι οποίοι αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν το μεταβολισμό, καθίσταται αναγκαία η απευθείας μέτρησή του με τα κατάλληλα όργανα (αντί του υπολογισμού με εξισώσεις) πριν από το σχεδιασμό εξατομικευμένου προγράμματος διατροφής.

Σημειώνεται επίσης ότι επειδή οι προϋποθέσεις για τον υπολογισμό του βασικού μεταβολισμού είναι πολλές και δύσκολα επιτεύξιμες (π.χ. δωδεκάωρη νηστεία, αποχή από την άσκηση για 48 ώρες, τουλάχιστον 8 ώρες ύπνου κ.λπ.), εκείνο που συνήθως υπολογίζεται ειναι ο Μεταβολικός Ρυθμός Ηρεμίας (Resting Metabolic Rate, RMR), ο οποίος είναι περίπου κατά 10–20% υψηλότερος από τον Βασικό Μεταβολικό Ρυθμό (BMR).

  • Να μην έχετε καταναλώσει, για τουλάχιστον 4 ώρες πριν από τη μέτρηση:
  1. φαγητό και υγρά, εκτός από νερό,
  1. αλκοόλ και ροφήματα με καφεΐνη
  • Να μην έχετε καπνίσει για τουλάχιστον 4 ώρες πριν από τη μέτρηση.
  • Να μην έχετε κάνει έντονη φυσική δραστηριότητα για τουλάχιστον 8 ώρες πριν από τη μέτρηση.
  • Να μην έχετε πάρει κάποιο συμπλήρωμα διατροφής και φάρμακα που περιέχουν εφεδρίνη (Ma Huang) ή ψευδοεφεδρίνη (π.χ. Comtrex cold, Mucocold) για τουλάχιστον 4 ώρες πριν από τη μέτρηση.

* Για όσο το δυνατόν περισσότερο ακριβή και συγκρίσιμα αποτελέσματα, ιδιαίτερα σημαντικό είναι, την επόμενη φορά που θα γίνει η εξέταση, να τηρηθούν οι ίδιες ακριβώς συνθήκες. Αν, για παράδειγμα, έχετε έρθει στο γραφείο με τα πόδια, καλό θα ήταν να κάνετε το ίδιο και κατά την επόμενη μέτρηση. Ιδανικά, θα πρέπει να πληρούνται όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις.

Παράγοντες που επηρεάζουν τον μεταβολικό ρυθμό

Το σωματικό μέγεθος: Τα μεγαλόσωμα άτομα έχουν υψηλότερο μεταβολισμό.

Η σύσταση του σώματος: Όσο πιο πολλή η μυϊκή μάζα τόσο υψηλότερος ο μεταβολισμός. Οι διαφορές στη σωματική σύσταση εξηγούν και το 60-80% της διακύμανσης του μεταβολικού ρυθμού ανάμεσα στα υγιή άτομα.

Η ηλικία: Τα παιδιά παρουσιάζουν υψηλότερες τιμές σε σχέση με τους ενήλικες λόγω της ανάπτυξης, ενώ οι ηλικιωμένοι μειωμένες τιμές εξαιτίας της απώλειας μυϊκής μάζας και της μείωσης του ρυθμού κυτταρικής λειτουργίας. Σημειώνεται ότι κάθε δεκαετία ο μεταβολισμός μειώνεται κατά 2–3%.

Το φύλο: Οι άνδρες έχουν υψηλότερο μεταβολισμό σε σχέση με τις γυναίκες (5-10%) λόγω μεγαλύτερης μυϊκής μάζας.

Η φυσιολογική ή μη διατροφή: Ο υποσιτισμός μειώνει το μεταβολισμό, καθώς, σε περίπτωση ανεπάρκειας θρεπτικών συστατικών, ο οργανισμός θεωρεί ότι απειλείται, οπότε και διατηρεί δυνάμεις με σκοπό την «επιβίωση». Ο μηχανισμός αυτός του οργανισμού εξηγεί συχνά και την επαναπρόσληψη του βάρους.

Η εγκυμοσύνη, ο θηλασμός και η εμμηνόπαυση: Κατά την εγκυμοσύνη και το θηλασμό, ο μεταβολισμός γενικά αυξάνεται (συγκεκριμένα, στη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρουσιάζεται μείωση μόνο κατά το 1ο τρίμηνο, ενώ κατά το 2ο και το 3ο τρίμηνο παρουσιάζεται αύξηση). Αντίθετα, κατά την περίοδο της εμμηνόπαυσης ο μεταβολισμός μειώνεται λόγω μείωσης της άλιπης μάζας και της αερόβιας ικανότητας.

Οι ψυχολογικοί παράγοντες: Το στρες και οι έντονες συγκινήσεις αυξάνουν το μεταβολισμό.

Τυχόν ασθένεια ή τραύμα: Σε περίπτωση πυρετού, μόλυνσης, σήψης ή τραύματος παρατηρείται αύξηση του μεταβολισμού. Τα ποσοστά αύξησης που παρατηρούνται, συγκεκριμένα, είναι: +13% για κάθε βαθμό Κελσίου άνω των 37οC σε περίπτωση πυρετού και περίπου +20% σε περίπτωση τραύματος.

Οι διαταραχές των ορμονών: Σε ενδοκρινικές διαταραχές, όπως π.χ. ο υπερθυρεοειδισμός, ο μεταβολισμός σημειώνει αύξηση ακόμα και 60–100% άνω του φυσιολογικού, ενώ, σε περίπτωση παντελούς έλλειψης θυρεοειδικών ορμονών, ο μεταβολισμός μειώνεται μέχρι και κατά 50-60% σε σχέση το φυσιολογικό.

Οι επιδράσεις ορισμένων ουσιών: Αύξηση του μεταβολισμού παρατηρείται έπειτα από κατανάλωση ορισμένων ουσιών, όπως η καφεΐνη, η νικοτίνη και, ίσως, το αλκοόλ.

Οι φαρμακευτικές επιδράσεις: Ορισμένα φάρμακα είναι δυνατόν να μεταβάλλουν το μεταβολισμό, όπως π.χ. οι β-αποκλειστές, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της υπέρτασης και της στηθάγχης (μείωση μεταβολισμού 8-17%).

Η θερμοκρασία του περιβάλλοντος: Οι ακραίες θερμοκρασίες (πολύ κρύο ή ζέστη) αυξάνουν το μεταβολισμό.

Τα γονίδια: Οι γενετικές διαφορές εξηγούν ποσοστό μέχρι και 10% των διαφορών του μεταβολισμού που παρατηρούνται μεταξύ ατόμων με κοινό φύλο, ηλικία, βάρος και λιπώδη μάζα.